ενσυνείδητος, -η

ενσυνείδητος, -η
-ο επίρρ.
1. που υπάρχει ή συμβαίνει στη συνείδηση.
2. που γίνεται με επίγνωση, συνειδητός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενσυνείδητος — η, ο 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει στη συνείδηση 2. εκείνος τού οποίου έχει σαφή γνώση το άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αυθυποβολή — η ο ασυνείδητος ή ενσυνείδητος επηρεασμός των ιδεών και των πεποιθήσεων ενός ατόμου από το ίδιο το άτομο με αποτέλεσμα την πρόκληση μόνιμων ψυχικών ή σωματικών μεταβολών …   Dictionary of Greek

  • Μούζιλ, Ρόμπερτ — (Robert Musil, Κλάγκενφουρτ 1880 – Γενεύη 1942). Αυστριακός συγγραφέας. Αποφοίτησε από το πολυτεχνείο το 1901, οπότε διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης. Σύντομα ανακάλυψε ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η μελέτη της φιλοσοφίας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”